- σύμπλανος
- σύμπλανοςwandering about togethermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμπλανος — ον, Α 1. αυτός που περιπλανάται μαζί με άλλον 2. (κατ επέκτ.) αυτός που συνοδεύει κάποιον, που συντροφεύει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. δύσ πλανος] … Dictionary of Greek
σύμπλανον — σύμπλανος wandering about together masc/fem acc sg σύμπλανος wandering about together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπλανε — σύμπλανος wandering about together masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπλανήτης — και συμπλανητής, ὁ, θηλ. συμπλανῆτις, ήτιδος, Μ σύμπλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλανήτης «περιπλανώμενος»] … Dictionary of Greek